αμινοξέα

αμινοξέα
Οργανικές ενώσεις, που χαρακτηρίζονται από την παρουσία στο μόριό τους μιας όξινης χαρακτηριστικής ομάδας, ονομαζόμενης καρβοξύλιο (-COOH) και μιας βασικής χαρακτηριστικής ομάδας, της -ΝΗ2. Μερικά α. μπορεί να περιέχουν περισσότερες από μία χαρακτηριστικές ομάδες και τότε μιλάμε για δικαρβοξυλο-, διαμινο- ή για διοξυ-μονοαμινο- ή για μονοξυ-διαμινο-ενώσεις. Μερικά α., εκτός από άνθρακα, υδρογόνο, οξυγόνο και άζωτο, περιέχουν και θείο. Τα α. είναι όλα στερεά, κρυσταλλικά, σχεδόν αδιάλυτα στην αλκοόλη, ενώ η διαλυτότητά τους στο νερό διαφέρει από το ένα στο άλλο. Εκτός από τη γλυκόκολλα, όλα είναι οπτικά ενεργά (τα φυσικά α. ανήκουν γενικά στην L- στερεοχημική σειρά). Τα υδατικά διαλύματα των α., που περιέχουν μόνο μία αμινική ομάδα και μόνο ένα καρβοξύλιο, έχουν αντίδραση πολύ ασθενή όξινη, η οποία μετατρέπεται σε όξινη στην περίπτωση που οι καρβοξυλικές ομάδες είναι περισσότερες από μία και η αντίδραση γίνεται καθαρά βασική όταν αυξάνουν οι αμινικές ομάδες. Οι χημικές αντιδράσεις τους εξαρτώνται από την παρουσία και των δύο ομάδων στο μόριο. Στη φύση απαντούν κυρίως α- α. (τα β- α. έχουν μέχρι στιγμής εντοπιστεί σε εξαιρετικές περιπτώσεις) και αξίζει να τονιστεί ότι τα φυσικά α. είναι εκείνα στα οποία η αμινομάδα βρίσκεται ενωμένη με το άτομο του άνθρακα, το αμέσως γειτονικό με την ομάδα του καρβοξυλίου. Τα α. έχουν μεγάλη σημασία, γιατί απαντούν στις πρωτεΐνες, όπου παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον η ένωσή τους μέσα από τον ονομαζόμενο πεπτιδικό δεσμό, που είναι η αρχή του σχηματισμού των πρωτεϊνικών μορίων. Ο αριθμός των φυσικών α. είναι περιορισμένος. Με θέρμανση των πρωτεϊνών σε όξινα διαλύματα ή με τη διάσπασή τους με κατάλληλα ένζυμα, επιτυγχάνεται η διάσπαση του πεπτιδικού δεσμού, που συνδέει τα α., και συνεπώς ο διαχωρισμός του ενός από το άλλο α. που αποτελούν το μόριο της πρωτεΐνης. Έχει αποδειχτεί ότι τα διάφορα α., ο αριθμός τους, η αναλογία μεταξύ τους και ιδίως η τάξη με την οποία αυτά τα μόρια είναι ενωμένα μεταξύ τους, καθορίζουν τα βιολογικά χαρακτηριστικά των διαφόρων πρωτεϊνών και την υψηλή ειδίκευσή τους. Τα 25 α. που έχουν απομονωθεί μέχρι σήμερα από τη χημική διάσπαση των πρωτεϊνών είναι: γλυκόκολλα, αλανίνη, σερίνη, αμινοβουτυρικό οξύ, κυστίνη, βαλίνη, νορλευκίνη, λευκίνη, ισολευκίνη, φαινυλαλανίνη, τυροσίνη, διυδροξυφαινυλανίνη, τρυπτοφάνη, ιστιδίνη, αργινίνη, ορνιθίνη, λυσίνη, ασπαραγινικό οξύ, ασπαραγίνη, γλουταμινικό οξύ, γλουταμίνη, οξυγλουταμινικό οξύ, προλίνη, οξυπρολίνη, μεθειονίνη. Πολλά από τα α. αυτά, τα οποία οι ζώντες οργανισμοί προμηθεύονται από την πέψη των πρωτεϊνών ή από τη λειτουργία της θρέψης, έχουν και έναν ανταγωνισμό προστασίας: ενώνονται με ουσίες που μπορεί να είναι τοξικές, μετατρέποντας τις ενώσεις αυτές σε ενώσεις που απωθούνται και απομακρύνονται ευκολότερα από τον οργανισμό (προστατευτικές ενώσεις). Τα α. εμφανίζουν αντιδράσεις έγχρωμες χαρακτηριστικές, που είναι χρήσιμες για την ανίχνευσή τους. Μερικά α. παρουσιάζουν και βιομηχανικό ενδιαφέρον. Από τις διάφορες δυνατές μεθόδους για τη σύνδεση των α., αυτή που παρουσιάζει περισσότερο ενδιαφέρον είναι η επίδραση της αμμωνίας στα αλογονωμένα παράγωγα των οξέων· π.χ. CH2Cl-COOH (μονοχλωρο-οξικό οξύ) + ΝΗ3 (αμμωνία) = CH2 (NH2)COOH + HCl (γλυκόκολλα και υδροχλώριο). Οι βρωμιούχες ενώσεις αντιδρούν πιο εύκολα από τις χλωριούχες, αλλά είναι πιο δαπανηρές και εφαρμόζονται σπανιότερα στη χημική βιομηχανία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αμινοξέα — τα (χημ.), οργανικές ενώσεις που αποτελούν τους δομικούς λίθους των πρωτεϊνών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρωτεΐνες — Οργανικές αζωτούχες ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, οι οποίες σχηματίζονται με την ένωση πολλών μορίων αμινοξέων συνδεδεμένων με δεσμούς αμιδικού τύπου. Οι π. αναγνωρίστηκαν ως τα ουσιώδη αζωτούχα συστατικά του πρωτοπλάσματος από τον Μούλντερ… …   Dictionary of Greek

  • απαμίνωση — Χημική μεταβολή με την οποία ένα οργανικό μόριο που περιέχει την αμινική ομάδα NH μετατρέπεται σε μια νέα ένωση, στην οποία η ομάδα αυτή δεν υπάρχει πια. Τρόποι α. υπάρχουν στο πεδίο τόσο της κλασικής οργανικής χημείας όσο και της βιοχημείας,… …   Dictionary of Greek

  • ήπαρ — Με την ονομασία αυτή αναφέρεται συνήθως στα ιατρικά συγγράμματα το συκώτι, όργανο που βρίσκεται στον δεξιό υποδιαφραγματικό χώρο μεταξύ του διαφράγματος και του εγκάρσιου κόλου· εντοπίζεται στο ανώτερο τμήμα του επιγαστρίου, μπροστά στο πάνω… …   Dictionary of Greek

  • άζωτο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ν. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει ατομικό αριθμό 7 και ατομικό βάρος 14,008. Οφείλει το όνομά του (α στερητικό + ζωή) στο ότι δεν συντελεί στην αναπνοή και συνεπώς δεν διατηρεί τη ζωή. Το… …   Dictionary of Greek

  • διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… …   Dictionary of Greek

  • ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… …   Dictionary of Greek

  • λευκίνη — Αλειφατικό αμινοξύ με χημικό τύπο (CH3)2CHCH2CH(NH2)COOH, το οποίο αποτελεί ανώτερο ομόλογο της γλυκόκολας. Αποτελείται από άχρωμους κρυστάλλους, έχει σημείο τήξης 293 295°C, είναι ελάχιστα διαλυτή στο κρύο νερό και έχει μοριακό βάρος 131,8.… …   Dictionary of Greek

  • λυσοζύμη — Ένζυμο της ομάδας των υδρολασών. Καταστρέφει το κυτταρικό τοίχωμα των βακτηρίων και προκαλεί έτσι τη λύση των κυττάρων. Είναι μια πρωτεΐνη με μοριακό βάρος περίπου 14.000 και η πολυπεπτιδική της αλυσίδα, μήκους 129 αμινοξέων, είναι τυλιγμένη έτσι …   Dictionary of Greek

  • καθεψίνες — Ομάδα ενδοκυτταρικών πεπτικών ενζύμων, που εντοπίζονται μέσα στα λυσοσώματα και καταλύουν την υδρόλυση πρωτεϊνών και μεγάλων πολυπεπτιδίων σε μικρότερα πεπτίδια ή αμινοξέα. Ανήκουν στην τάξη των υδρολασών και συναντώνται κυρίως σε ζωικούς ιστούς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”